λιγκατούρα

λιγκατούρα
η
μουσ. σημείο που χρησιμοποιούνταν κατά το μεσαίωνα στη μουσική σημειογραφία και αποτελούνταν από δύο ή περισσότρα φθογγόσημα προσκολλημένα μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ligature < μσν. γαλλ. ligature < υστερολατ. ligatura < λατ. ligatus, μτχ. τού ρ. ligare «δένω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”